ἀρτιάλωτος

ἀρτιάλωτος
ἀρτιάλωτος
newly caught
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αρτιάλωτος — ἀρτιάλωτος, ον (Α) αυτός που μόλις αιχμαλωτίστηκε ή πιάστηκε. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι* + άλωτος < αλωτός < αλίσκομαι (πρβλ. αιχμάλωτος, ανάλωτος, δυσάλωτος)] …   Dictionary of Greek

  • αρτι- — (AM ἀρτι )· [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων της Ελληνικής, ιδίως της αρχαίας και της μεσαιωνικής, με σημαντική παραγωγική δύναμη. Πρόκειται για προθεματικό ή προρρηματικό στοιχείο, προερχόμενο από το επίρρημα άρτι*. Απαντά σε αξιόλογο αριθμό συνθέτων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”